- δημαρχικός
- -ή, -όο δημαρχιακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημαρχικός — ή, ό (AM δημαρχικός, ή, όν) [δήμαρχος] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο «δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ» … Dictionary of Greek
δημαρχικῶν — δημαρχικός tribunician fem gen pl δημαρχικός tribunician masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικόν — δημαρχικός tribunician masc acc sg δημαρχικός tribunician neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικοῖς — δημαρχικός tribunician masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικοῦ — δημαρχικός tribunician masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικῆς — δημαρχικός tribunician fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικῇ — δημαρχικός tribunician fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχική — δημαρχικός tribunician fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικήν — δημαρχικός tribunician fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχικῷ — δημαρχικός tribunician masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)